- ὑμνάοιδος
- ὑμν-άοιδος [pron. full] [ᾰ], ὁ,A = ὑμνῳδός, Hdn.Gr.1.229, IG12(2).68.12 (Mytil., ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑμνάοιδος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμνάοιδος — ὁ, Α βλ. υμνωδός … Dictionary of Greek
υμνωδός — ο, η / ὑμνῳδός, όν, ΝΜΑ, και αρσ. ὑμναοιδός, ὁ, Α αυτός που άδει εγκωμιαστικούς ύμνους νεοελλ. 1. αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικούς ύμνους, υμνογράφος, ψαλμωδός·2. εγκωμιαστής αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑμνῳδοί άτομα που έψαλλαν ύμνους και… … Dictionary of Greek